- κρασείδιον
- κρας<ε>ίδιον, τό,A paste, Ruf. ap. Orib.8.47.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρασ(ε)ίδιον — κρασ(ε)ίδιον, τὸ (Α) κόλλα από μίγμα αλεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασίδιον < κρᾶσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον. Ο τ. κρασείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη γραφή και προέρχεται από τη γενική κράσεως + κατάλ. ίδιον (πρβλ. ταξίδιον: ταξείδιον)] … Dictionary of Greek
λεξίδιο — το (Α λεξίδιον και λεξείδιον) μικρή λέξη, λέξη που αποτελείται από λίγες συλλαβές ή λίγους φθόγγους αρχ. 1. όρος, έκφραση 2. πρόταση, φράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον). Ο τ. λεξείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη … Dictionary of Greek